Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὅμαιμον αἷ

См. также в других словарях:

  • ὅμαιμον — ὅμαιμος of the same blood masc/fem acc sg ὅμαιμος of the same blood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομαίμων — όμαιμον, Α 1. συγγενής εξ αίματος 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἠ συνομαίμων ο αδελφός και η αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμαίμων «συγγενής εξ αίματος»] …   Dictionary of Greek

  • Ethnic group — Ethnicity redirects here. For the 2003 kayla listening album, see Ethnicity (Yanni album). Peoples redirects here. For the defunct chain of department stores, see Peoples (store). For jewelry store chain in Canada, see Zale Corporation. An ethnic …   Wikipedia

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… …   Dictionary of Greek

  • ομόγλωσσος — η, ο (Α ὁμόγλωσσος, αττ. τ. ὁμόγλωττος, ον) αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα («τὸ Έλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ιδιό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • όμαιμος — η, ο (Α ὅμαιμος, ον και ποιητ. τ. ὁμαίμιος, ον) ο εξ αίματος συγγενής με κάποιον («τὸ μητρὸς αἷμ, ὅμαιμον ἐκχέας πέδοι», Αισχύλ.) αρχ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ ὅμαιμος αδελφός, αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + αιμος (< αἷμα), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»